ἔκχρησις

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A loan, SIG742.52 (pl., Ephesus, i B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκχρησις: -εως, ἡ, δάνειον γενόμενος ὑφ’ ὅρους τινάς, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 205.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
prenda, garantía en un tipo de contratos de préstamo ἐκχρήσεις λαμβάνειν IEphesos 8.55, cf. 51, 57 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἔκχρησις (Α)
εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν.