ἐμπυελίς

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (πύελος)

   A socket or bearing to receive a κνώδαξ, ib.2.3.

German (Pape)

[Seite 818] ίδος, ἡ (πύελος), Büchse, Loch, worin sich ein Zapfen bewegt, Hechan.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
mec. cojinete, soporte sobre el que gira un eje κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας Hero Aut.2.3.

Greek Monolingual

ἐμπυελίς, η και υποκορ. εμπυελίδιον (Α)
(μηχαν.) κοίλωμα ή τρύπα από όπου εισέρχεται ο άξονας του τροχού.