δύσλεκτος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A hard to tell, A.Pers.702 (anap.).

German (Pape)

[Seite 683] schwer, nicht auszusprechen, infandus, Aesch. Pers. 688.

Greek (Liddell-Scott)

δύσλεκτος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à dire, indicible.
Étymologie: δυσ-, λέγω³.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decir neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.Pers.702, cf. Sch.Lyc.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται
αρχ.
εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.