διακίνημα

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A displacement of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.37 (pl.), Gal.19.461, Id. ap. Orib. 47.5.1.

German (Pape)

[Seite 582] τό, ein leichtes Ausweichen der Knochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διακίνημα: τό, ἐκτόπισις, ἐκτροπὴ ὀστοῦ τινος, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 775· - οὕτω, διακίνησις, εως, ἡ, Γαλην. 12. σ. 456.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, luxación parcial τῶν ὀστέων Hp.Fract.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1.

Greek Monolingual

διακίνημα, το (Α)
μετατόπιση οστού, εξάρθρωση.