μετατόπιση
ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
Greek Monolingual
η (Μ μετατόπισις) μετατοπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετατοπίζω, μετάθεση, μετακίνηση σε άλλη θέση, σε άλλο σημείο, σε άλλο τόπο
νεοελλ.
1. (μηχ.) η μεταβατική κίνηση ενός στερεού σώματος, δηλαδή η κίνηση κατά την οποία όλα τα σημεία του σώματος κινούνται με την ίδια διεύθυνση και φορά
2. φυσ. διάνυσμα που χαρακτηρίζει την κίνηση ενός στερεού σώματος και του οποίου η αρχή βρίσκεται στο αρχικό σημείο (Α) του κινούμενου σώματος, η αιχμή του στο τελικό σημείο (Β) και το μέτρο του ισούται με το μήκος της ευθείας μεταξύ τών δύο αυτών σημείων, δηλαδή είναι ανεξάρτητο από τη διαδρομή και από τη συνολική απόσταση που έχει διανύσει το κινούμενο σώμα
3. φρ. «μετατόπιση προς το ερυθρό»
(αστρον.-φυσ.) η μετατόπιση προς μεγαλύτερα μήκη κύματος του φάσματος που παρέχεται από ένα ουράνιο σώμα, μετατόπιση η οποία αποδίδεται στο φαινόμενο Ντόπλερ και η οποία ερμηνεύεται ως απομάκρυνση του σώματος αυτού από τη Γη
β) «νόμος μετατόπισης»
(πυρην. φυσ.) αρχή σύμφωνα με την οποία η ραδιενεργός διάσπαση άλφα ή βήτα οδηγεί στον σχηματισμό θυγατρικών προϊόντων, τών οποίων ο ατομικός αριθμός διαφέρει κατά δύο ή μία μονάδες, αντίστοιχα
γ) «μετατόπιση τών ηπείρων»
γεωλ. το φαινόμενο τών μεγάλης κλίμακας οριζόντιων μετακινήσεων τών ηπείρων μεταξύ τους καθώς και σε σχέση με τις ωκεάνιες λεκάνες στη διάρκεια ενός ή περισσότερων επεισοδίων του γεωλογικού χρόνου
δ) «μετατόπιση φορτίου»
(συγκ.) μη επιθυμητή μετακίνηση φορτίου, από την αρχική θέση του σε άλλη, ενός κινούμενου μεταφορικού μέσου, ιδίως πλοίου, μετακίνηση η οποία μπορεί να έχει δυσάρεστες ή και καταστρεπτικές συνέπειες για την τύχη του φορτίου ή και του μέσου ακόμη.