(Α διαπηγνύω)παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσωαρχ.1. μπήγω, σφηνώνω2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το.