ψαθαρός
English (LSJ)
A v. ψαθυρός.
German (Pape)
[Seite 1389] = ψαδαρός, Hes.; Ion bei Poll. 10, 177 vom νάρθηξ.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. ψαθυρός.
A v. ψαθυρός.
[Seite 1389] = ψαδαρός, Hes.; Ion bei Poll. 10, 177 vom νάρθηξ.
-όν, Α
βλ. ψαθυρός.