ψαθυρός
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
ψαθυρόν, friable, crumbling, of the roe in fish, Arist.HA510b26; ἰχθῦς.. τοὺς σαρκώδεις καὶ ψ. Diocl.Fr.141; opp. γλίσχρος, Arist.Mete.387a15; of bread, Gal.6.523; of cheese, opp. κολλώδης, ib.698 (Comp.); of meat, Ruf. ap. Orib.4.2.8 (Comp.); τὸ ὕδωρ ψ. Arist. Sens.441a25; of air, Id.de An.419b35; of earth, Thphr. CP 2.4.11, Nic.Al.145; γῆ ψαθυρωτέρα Gp.3.3.10; of the texture of some bulbs, Thphr. HP 7.9.4; of leaves in a salad, Hp.Liqu.5 (Comp.); also ψαδυρόν· ἀσθενές, μαδαρόν, ψαθυρόν, Hsch. (the form is Att. acc. to Gal.16.760), and ψαθαρά· εὔθλαστα, etc., Hsch.; cf. ψαφαρός.
German (Pape)
[Seite 1389] όν, zerreiblich, zerbrechlich, locker, mürbe, im Gegensatz des Dichtern, Festen; vom Fischrogen, Arist. H. A. 3, 1; auch weich, zart, im Gegensatz des Harten, Theophr. u. A.; und trocken, spröde, bröckelig, im Gegensatz des Zähen, Klebrigen, Gegensatz γλίσχρος, Arist. meteor. 4, 9. S. auch ψαφαρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψαθυρός -ά -όν [~ ψάω?] kruimelig.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰθῠρός: ψάω
1 рыхлый, рассыпчатый (ᾠὰ τῶν ἰχθύων Arst.);
2 текучий, жидкий (ὕδωρ Arst.);
3 неплотный, разреженный (ἀήρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰθῠρός: -όν, (ἴδε ψάω) εὔθραυστος, εὐδιάλυτος, μὴ ἔχων ἰσχυρὰν σύστασιν, ἐπὶ τῶν ᾠῶν τοῦ ἰχθύος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 23· ἀντίθετον τῷ γλίσχρος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 9. 23· ψ. ὕδωρ, ἔλαιον δὲ γλίσχρον ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 4. 6· ἐπὶ ἀέρος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 7· ἒπὶ γῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 12. - Ὁ Γαλην. μνημονεύει τὸν τύπον ψαδυρὸς ὡς Ἀττικ.· ὁ συνηθέστατος τύπος εἶναι ψαφαρός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψαθυρός, -όν, ΝΑ, και ψαθαρός και αττ. τ. ψαδυρός, -όν, Α
αυτός που εύκολα θρυμματίζεται, εύθρυπτος, εύθραυστος
νεοελλ.
φολιδωτός
αρχ.
1. (για υγρά) αυτός που έχει μικρή πυκνότητα
2. (για αέρα) αραιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -υρός / -αρός (πρβλ. καπ-υρός, πλαδ-αρός). Για ετυμολ. βλ. λ. ψαθάλλω.
Frisk Etymology German
ψαθυρός: {psathurós}
Meaning: locker, spröde, bröckelig (Mediz., Arist., Thphr. u.a.); auch ψαθαρά· εὔθλαστα, σαθρά, ξηρά, ἀσθενῆ, ψαθυρά und ψαδυρόν· ἀσθενές, μαδαρόν, ψαθυρόν H.
Derivative: Davon ψαθυρότης f. Lockerheit (Arist., Gal.), -ιον = ψωθίον (Ath.), -όομαι zerbröckeln (Aq.), -ματα· ἀποκόμματα H.
Etymology: Bildung wie das sinnverwandte καπυρός (s.d.) u.a.; zunächst zu ψάθεα (cod. -έα)· ψωμία H. (mit altem σ: υ-Wechsel?). Vgl. ψαθάλλω, ψῆν.
Page 2,1127