χρυσόξιφος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A with sword of gold, gloss on χρυσάορος, Cyr., Lex.Havn. in Schmidt Hsch. s.v. χρυσάορον.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Schwerte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόξῐφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν ξίφος, παρὰ τοῖς Γραμμ., πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χρυσάορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσό ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ξίφος (πρβλ. -ξιφος)].