ἐνιαυτοφανής

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ές,

   A yearly seen, Ptol.Phas.p.9 H.

German (Pape)

[Seite 844] ές, jährlich erscheinend, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαυτοφᾰνής: -ές, ὁ κατ’ ἔτος φαινόμενος, Πτολεμ. παρὰ Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 4, σ. 427.

Spanish (DGE)

-ές
astron. que se hace visible anualmente φάσεις Ptol.Phas.9.18, 26.

Greek Monolingual

ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. του φαίνομαι].