ψηφίδιον

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

τό,

   A a little pebble, Iamb.Myst.3.17 (v.l. ψηφίδων gen. pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ψηφίδιον: τό, μικρὰ ψῆφος, μικρὸν πετράδιον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του ψήφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. στολ-ίδιον)].