ψήφων
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A ready reckoner, Man.5.277 (dub.; v. l. ψηφών).
Greek (Liddell-Scott)
ψήφων: -ωνος, ὁ, δεινὸς περὶ τὴν λογιστικὴν (ἐπὶ φυλαργύρου), Μανέθων 5. 277, ἀμφιβ.· ἐν τῷ κώδ. ψηφών.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
(για φιλάργυρο) ο δεινός στους υπολογισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + επίθημα -ων (πρβλ. πτέρ-ων)].