ψήφων

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A ready reckoner, Man.5.277 (dub.; v. l. ψηφών).

Greek (Liddell-Scott)

ψήφων: -ωνος, ὁ, δεινὸς περὶ τὴν λογιστικὴν (ἐπὶ φυλαργύρου), Μανέθων 5. 277, ἀμφιβ.· ἐν τῷ κώδ. ψηφών.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
(για φιλάργυρο) ο δεινός στους υπολογισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + επίθημα -ων (πρβλ. πτέρ-ων)].