ψύττω
English (LSJ)
A = πτύω, spit, and ψυττόν, τό, spittle, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1402] dor. statt πτύω, spucken.
Greek (Liddell-Scott)
ψύττω: πτύω, ψυττόν, τό, «πτύελον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
βλ. φτύνω.
A = πτύω, spit, and ψυττόν, τό, spittle, Hsch.
[Seite 1402] dor. statt πτύω, spucken.
ψύττω: πτύω, ψυττόν, τό, «πτύελον» Ἡσύχ.
Α
βλ. φτύνω.