ωμέγα

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. το εικοστό τέταρτο και τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
2. αστρον. νεφέλωμα στον αστερισμό του τοξότη, που ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματός του
3. φρ. «το άλφα και το ωμέγα» — η αρχή και το τέλος, το παν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < + μέγα, δηλ. μεγάλο, μακρό -ο-].