ψυχοειδής

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ές,

   A of the nature of soul, spiritual, Ph.1.15, 2.17, Theol.Ar.39.

German (Pape)

[Seite 1404] ές, von der Art der Seele, seelenartig, seelenähnlich, Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ ψυχῇ, πνευματικός, Φίλων 1. 15.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με την ψυχή
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοειδή
βοτ. παλαιότερη ονομασία τών ψυχανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (βλ. λ. ψυχανθή)].