ενεχυρασία
Greek Monolingual
ἐνεχυρασία, η (Α)
λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση της οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», Δημοσθ.).
ἐνεχυρασία, η (Α)
λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση της οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», Δημοσθ.).