εξασφάλιση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η πλήρης ασφάλιση, η κατοχύρωση
2. η εγγύηση που προκαταβάλλεται για κατοχύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξασφαλίζω. Η λ. στον λόγιο τ. εξασφάλισις μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη].
η
1. η πλήρης ασφάλιση, η κατοχύρωση
2. η εγγύηση που προκαταβάλλεται για κατοχύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξασφαλίζω. Η λ. στον λόγιο τ. εξασφάλισις μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη].