αγγελικός
Greek Monolingual
-ή (και -ιά), -ό (Α ἀγγελικός, -ή, -όν) ἄγγελος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς
νεοελλ.
όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους («ἀγγελικὴ ρῆσις»)
2. φρ. «ἀγγελικὴ ὄρχησις», είδος σικελικού χορού παντομίμας σε συμπόσια.