αδικομήχανος
Greek Monolingual
ἀδικομήχανος, -ον (Α)
αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο- + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)].
ἀδικομήχανος, -ον (Α)
αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο- + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)].