ἐπισαχθής
English (LSJ)
χρεωφειλέτης, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισαχθής: (-είς;)· «ὁ ὀφειλέτης», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπισαχθής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης».
χρεωφειλέτης, Hsch.
ἐπισαχθής: (-είς;)· «ὁ ὀφειλέτης», Ἡσύχ.
ἐπισαχθής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης».