επιδειξίας
Greek Monolingual
ο επίδειξη
1. αυτός που επιδιώκει να επιδεικνύεται, να προβάλλεται στους άλλους
2. αυτός που πάσχει από επιδειξιμανία.
ο επίδειξη
1. αυτός που επιδιώκει να επιδεικνύεται, να προβάλλεται στους άλλους
2. αυτός που πάσχει από επιδειξιμανία.