ἐπισυλλαμβάνω

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A = ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπικυΐσκομαι.

Greek Monolingual

ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.