ενδοσκόπιο

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ιατρικό όργανο που χρησιμεύει για εξέταση του εσωτερικού κοιλοτήτων του σώματος οι οποίες έχουν στενό στόμιο.