εξέταση

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξέτασις) εξετάζω
έρευνα, ἔλεγχος
νεοελλ.
1. γραπτή ἤ προφορική δοκιμασία για να αξιολογηθεί η επίδοση
2. ιατρικός ἔλεγχος της κατάστασης της υγείας
3. η μέλλουσα κρίση
4. φρ. Ιερά Εξέταση
α) το συμβούλιο τών καρδιναλίων της Καθολικής Εκκλησίας που ασκούσε τον έλεγχο της κακοδοξίας και τιμωρούσε τους αιρετικούς
β) αυστηρή, σκληρή δοκιμασία εξεταζομένων
αρχ.
1. σύγκριση, παραβολή
2. στρατιωτική επιθεώρηση («καὶ ἐξέτασιν ὅπλων ἐποιήσαντο», Θουκ.)
4. κατάταξη, ταξινόμηση
5. έλεγχος συμβολαίου ή συνθήκης
6. (στη Ρώμη) έφιππη παρέλαση στη δοκιμασία για το αξίωμα του τιμητή
7. διόραση, ενόραση
8. ακρίβεια.