ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].