εκφόρτωση

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. απαλλαγή από το φορτίο, ξεφόρτωμα
2. εξαγωγή του φορτίου από το μεταφορικό μέσο.