φορτίο
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
Greek Monolingual
το / φορτίον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. φορτιό Ν
1. οτιδήποτε μεταφέρει κανείς ως βάρος ή καθετί που φορτώνεται σε ένα μεταφορικό μέσο ή ζώο
2. συν. στον πληθ. τα φορτία
το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται με πλοίο ή με άλλο μεταφορικό μέσο
3. μτφ. καθετί που θεωρείται δυσβάστακτο βάρος
νεοελλ.
1. φυσ. συνοπτική ονομασία ορισμένων φυσικών μεγεθών, χαρακτηριστικών της φύσης ενός συστήματος και καθοριστικών του είδους των αλληλεπιδράσεων στις οποίες αυτό υποβάλλεται
2. (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία μιας ομάδας προσθέτων των πλαστικών υλών και των ελαστομερών με τα οποία αυτά σχηματίζουν ετερογενή μίγματα
3. τεχνολ. α) κάθε εξωτερική δύναμη που καταπονεί ένα δομικό μέλος ή μια κατασκευή
β) (στην ηλεκτροτεχν.) κάθε συσκευή που απορροφά ισχύ
γ) (στις εγκαταστάσεις θέρμανσης ή κλιματισμού) φυσικό μέγεθος του ενεργειακού ισοζυγίου, που εκδηλώνεται είτε ως προσαγωγή θερμότητας ή υγρασίας είτε ως απαγωγή θερμότητας ή υγρασίας
δ) (στους κινητήρες) το σύνολο των ανθιστάμενων στην κίνηση ροπών
ε) (στην πυρην. τεχνολ.) το σύνολο του τοποθετημένου σε πυρηνικό αντιδραστήρα σχάσιμου υλικού
στ) (στις τηλεπικ.) το κατάλληλο κύκλωμα εμπέδωσης, σύνθετης αντίστασης, που είναι συνδεδεμένο στους ακροδέκτες εξόδου μιας τηλεπικοινωνιακής γραμμής ή άλλης συσκευής
4. φρ. α) «ωφέλιμο φορτίο»
τεχνολ. το βάρος των μεταφερόμενων προσώπων, αποσκευών ή εμπορευμάτων
β) «νεκρό φορτίο»
τεχνολ. το απόβαρο του οχήματος ή ενός συρμού οχημάτων
γ) «μικτό φορτίο»
τεχνολ. το άθροισμα του ωφέλιμου φορτίου και του νεκρού φορτίου
δ) «ενισχυτικά φορτία»
(χημ. τεχνολ.) φορτία που βελτιώνουν τις μηχανικές ιδιότητες των πλαστικών υλών
ε) «ηλεκτρικό φορτίο»
φυσ. η ποσότητα του ηλεκτρισμού η οποία ρέει, στην περίπτωση των ηλεκτρικών ρευμάτων, ή συσσωρεύεται στην επιφάνεια ανόμοιων, μη μεταλλικών, σωμάτων τα οποία τρίβονται ζωηρά το ένα πάνω στο άλλο, μια βασική ιδιότητα της ύλης, που συνίσταται από ένα ή περισσότερα διακεκριμένα μοναδιαία φορτία, χωρίς ποτέ να δημιουργείται εκ του μηδενός ή να καταστρέφεται
στ) «στοιχειώδες ηλεκτρικό φορτίο»
φυσ. το αρνητικό φορτίο των ηλεκτρονίων, που είναι πάντοτε το ίδιο και αριθμητικά ίσο με το θετικό φορτίο των πρωτονίων και το οποίο είναι το ελάχιστο φορτίο που μπορεί να υπάρξει αυτοτελώς σε ένα σώμα, αποτελώντας έτσι μια θεμελιώδη φυσική σταθερά
ζ) «νόμος διατήρησης ηλεκτρικού φορτίου»
φυσ. νόμος διατήρησης ο οποίος καθορίζει τη σταθερότητα του συνολικού ηλεκτρικού φορτίου στο Σύμπαν ή και κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε χημικής ή πυρηνικής αντίδρασης
η) «φορτίο χώρου»
φυσ. ηλεκτρικό φορτίο κατανεμημένο σε μια τρισδιάστατη περιοχή
αρχ.
1. αυτό που φέρεται στη μήτρα, το έμβρυο
2. στον πληθ. η σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. παιδίον). Ο νεοελλ. τ. φορτιό < φορτίο με συνίζηση (πρβλ. χωρίο: χωριό)].
Translations
burden
Arabic: حِمْل, عِبْء; Egyptian Arabic: حمل; Armenian: բեռ; Aromanian: sartsinã, greatsã, griutati, furtii, var; Assamese: বোজা; Belarusian: цяжар, бярэмя, ноша, груз; Bulgarian: товар; Catalan: càrrega, carga; Chinese Mandarin: 負荷, 负荷; Czech: břemeno, zatížení, náklad, zátěž; Danish: byrde, læs; Dutch: last; Faroese: byrði, byrða, burður; Finnish: kuorma, taakka; French: charge, fardeau; Galician: carga; German: Belastung, Last, Bürde; Alemannic German: Burdi; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐍂𐌸𐌴𐌹; Ancient Greek: ἄχθος, βάρημα, βάρος, βρῖθος, φόρημα, φορτίον; Hebrew: נֵטֶל, עֹל; Hungarian: teher; Icelandic: byrði, burður; Irish: muirear; Italian: carico, fardello; Japanese: 積み荷; Korean: 짐, 바리; Kurdish Central Kurdish: بار گرانی; Northern Kurdish: berpirsiyarî, bar; Latin: onus, sarcina; Macedonian: товар; Malay: beban; Maori: wahanga, wahanga; Norwegian Bokmål: byrde, belastning; Nynorsk: byrde, belastning; Old English: byrþen; Persian: بار; Polish: ciężar, brzemię; Portuguese: carga, fardo; Romanian: sarcină, povară; Russian: ноша, груз; Sanskrit: भार; Serbo-Croatian Cyrillic: бре̏ме, брје̏ме, то̀вар; Roman: brȅme, brjȅme, tòvar; Slovak: bremeno, náklad, záťaž; Slovene: tovor; Spanish: carga; Swahili: mzigo; Swedish: börda, belastning; Tagalog: dinadalang mabigat; Tajik: бор; Tocharian B: perpette; Turkish: yük; Ukrainian: тягар, ноша, вантаж; Westrobothnian: tȳnj, tōng, bȯhl, kylt; Zazaki: bar, selag