ἐπιχέζω

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

fut. -χεσοῦμαι,

   A ease oneselfupon, Ar.Lys.440,Ec.640: pf., ἐπικέχοδα Id.Av.68.

German (Pape)

[Seite 1003] (s. χέζω), dazu, dabei, darauf kacken, ἐπιχεσεῖ πατούμενος Ar. Lys. 440; κἀπιχεσοῦνται Eccl. 640. Vgl. ἐπικεχόδως.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχέζω: μέλλ. -χεσοῦμαι, χέζω ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68.

Greek Monolingual

ἐπιχέζω (Α)
χέζω επάνω σε κάποιον ή σε κάτι.