επάνω

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά)
(επίρρ. συχνά και ως πρόθ.)
1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνειαἐπάνω κατακεισόμεθ' ἡμεῖς», Αριστοφ.)
2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που βρίσκεται σε ψηλή ή ψηλότερη θέση (α. «η επάνω γειτονιά» β. «ο πάνω κόσμος» — η επίγεια ζωή)
3. σε ψηλότερο σημείοπάνω από μένα μένει μια γριά»)
4. στην επιφάνεια ενός αντικειμένου («ἐπάνω αὐτῆς [τῆς γῆς] οἰκεῖν», Πλάτ.
«το βιβλίο είναι πάνω στο τραπέζι»
5. (για αριθμό) περισσότερο («ήμαστε πάνω από χίλια άτομα στη συγκέντρωση»)
νεοελλ.
1. δηλώνει διεύθυνση σε ανώτερο, ψηλότερο στρώμα («τραβήξαμε για πάνω»)
2. (με την πρόθ. από) α) δηλώνει κίνηση από ψηλότερο τόπο («κατεβαίνει από πάνω για την πόλη»)
β) σε σπουδαιότερη θέσηπάνω από τον εαυτό του δεν βάζει κανέναν»)
3. φρ. α) «πάνω πάνω» — στο πάνω μέρος και μτφ. στην επιφάνεια, ελαφρά
β) «τά είπα πάνω πάνω» — όχι σαφώς αλλά με υπονοούμενα, ακροθιγώς
γ) «το παίρνω πάνω μου» — υπερεκτιμώ τον εαυτό μου
δ) «παίρνω πάνω μου την υπόθεση, την ευθύνη» — αναλαμβάνω
ε) «έριξε πάνω μου τα λάθη» — μέ παρουσίασε υπεύθυνο
στ) «έκανε το σπίτι, το συμβόλαιο πάνω στη γυναίκα του» — στ' όνομα της
ζ) «τά 'κάνε πάνω του»
i. αποπάτησε στα ρούχα του
ii. μτφ. τρομοκρατήθηκε
η) «το μαγαζί πήρε πάνω του» — παρουσίασε βελτίωση, καλυτέρεψε
θ) «πάνω κάτω» — περίπου
νεοελλ.-μσν.
1. (με γεν.) εναντίον («έπεσε επάνω μου με φόρα»)
2. (για χρόνο) κατά τη διάρκεια, τη στιγμή που («ήρθε πάνω που τρώγαμε»)
3. (για προσθήκη ή εξαίρεση) α) επί πλέον («έβαλε περισσότερα επάνω εις το χαράτσι»)
β) περισσότερο από («πάνω από είκοσι χρόνια έκανε φυλακή»)
4. (ως β' όρος συγκρίσεως) περισσότερο
5. εκτός
6. (αναφ.) πάνω σε κάτι, σχετικά με κάτι
7. (για λόγο) πιο πάνω, προηγουμένως
8. απέναντι σε κάποιον ή κάτι («τρεῖς ἄνδρες εἰστήκεσαν ἐπάνω αὐτοῦ», ΠΔ)
μσν.
1. (με το μου, σου κ.λπ.) σε χρήση αντί για την απλή προσωπική αντωνυμία («ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ὁβραιῶν ἐσυναντιάστην ἀπάνου μας», Πεντάτευχος)
2. (χαριστ.) για χάρη κάποιου, στο όνομα κάποιου («ποιῆσαι διαθήκην ἐπάνω τοὺς παῖδας»)
3. φρ. «ὁ ἐπάνω τῶν χειροτονιῶν» — ο επί τών χειροτονιών
4. μεταξύ, στο μέσον
5. φρ. «επάνω είς εκατόν» — εκατό τοις εκατό
μσν.-αρχ.
(με γεν.) φρ. «ἐπάνω τινός» — επιμελητής, έφορος
αρχ.
1. ανωτέρω
2. σε υψηλότερη θέση, υπεράνω, ανεπηρέαστα («ἐπάνω γεγονότες κακίας», Πλούτ.)
3. (χρον. ως επίθ.) ο προγενέστερος, ο προηγούμενος («ἡ Ὀλυμπιὰς ἐν τοῖς ἐπάνω χρόνοις ἐτύγχανεν... πεφευγυῖα», Διόδ.)
4. (για συγγένεια) προγενέστερος, αρχαιότερος («πατέρες καὶ τούτων ἐπάνω» — οι πατέρες μας και οι προγενέστεροι πρόγονοι, Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άνω. Εμφανίζεται επίσης με τις μορφές απάνω (αφομοίωση του αρχικού φωνήεντος ε προς το ακολουθούν α) και πάνω (σίγηση του άτονου αρχικού φωνήεντος). Από τους τρεις ανωτέρω τ. προήλθαν με συγκοπή της άτονης τελευταίας συλλαβής οι τ. επά, απά και πα.
ΠΑΡ. απάνωθε(ν), επάνωθε(ν)
αρχ.
απάνωθι
μσν.
απανώδιον νεοελλ. απανωθιός, απανωθιά, απανωτός, απανωτάρι
ΣΥΝΘ. α' συνθετικό νεοελλ. απανωβάζω, απανωγόμι, απανωγράφω, απανωδιαστός, απανώδρομος, απανωκούμουλος, απανωκρινιάζω, απανωκυνηγιάρης, απανωλαδιά, απανωμαχαλίτης, απανωμέρη, απανωμπούλωμα, απανωπίθι, απανωπροίκι, απανωσαμάρα, απανωσάγονο, απανωστοιβάζω, απανωφάγι, απανωφόρι, απανωχώρι, επανωβελονιά, επανώγραμμα, επανώδεμα, επανωκαλύμμαυκο, επανωπροίκι, επανωρραφή, επανωσάγονο, επανωφόρι(ον), πανώγραμμα, πανωπροίκι, πανωτοίχι, πανωφόρι, πανωσέντονο].