ερημοσπίτης

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο ερημόσπιτο
1. αυτός που το σπίτι του δυστυχεί, στερείται τα απαραίτητα, που έχει το σπίτι του στερημένο από τα αναγκαία εφόδια
2. αυτός που δεν πρόκοψε, ο απόκληρος της ζωής «απρόκοφτος κι ερημοσπίτης»)
3. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» — αυτός που επιδιώκει πολλά και δεν πετυχαίνει τίποτα
4. αυτός που δεν έχει σπίτι.