ερημόσπιτο
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
το
1. το σπίτι που βρίσκεται στην ερημιά, το ερημικό σπίτι
2. το εγκαταλελειμμένο, το ρημαγμένο, το κατερειπωμένο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + σπίτι].