ερημόσπιτο

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

το
1. το σπίτι που βρίσκεται στην ερημιά, το ερημικό σπίτι
2. το εγκαταλελειμμένο, το ρημαγμένο, το κατερειπωμένο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + σπίτι].