ἐπιτήθη

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

or ἐπιτηθή, ἡ,

   A great-grandmother, Theopomp.Com.42.    2 great-great-grandmother, Poll.3.18.

German (Pape)

[Seite 992] ἡ, die Urgroßmutter, B. A. 254, 10; Theopomp. com. bei E. M. 366, 11, wo es ἐπιτηθή accentuirt ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτήθη: ἡ, ἡ μήτηρ τῆς μάμμης, Λατ. abavia, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παμφίλῃ» 3, Πολυδ. Γʹ, 18· πρβλ. ἐπίπαππος.

Greek Monolingual

ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM)
η μητέρα της γιαγιάς
αρχ.
η μητέρα της προγιαγιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»].