ἐπιτήθη
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
or ἐπιτηθή, ἡ,
A great-grandmother, Theopomp.Com.42.
2 great-great-grandmother, Poll.3.18.
German (Pape)
[Seite 992] ἡ, die Urgroßmutter, B. A. 254, 10; Theopomp. com. bei E. M. 366, 11, wo es ἐπιτηθή accentuirt ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτήθη: ἡ, ἡ μήτηρ τῆς μάμμης, Λατ. abavia, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παμφίλῃ» 3, Πολυδ. Γʹ, 18· πρβλ. ἐπίπαππος.
Greek Monolingual
ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM)
η μητέρα της γιαγιάς
αρχ.
η μητέρα της προγιαγιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»].