και τοιμόγεννος, -η, -ο (Μ ἑτοιμόγεννος, -η, -ον)(για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -γεννος (< γέννα), πρβλ. καλό-γεννος].