ἑτεροιότης

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A difference in kind, Pl.Prm.160d, Ph.1.5; ἡ ἑτερότης ἄρα ἑτεροιότης Dam.Pr. 440.

German (Pape)

[Seite 1048] ητος, ἡ, die Verschiedenartigkeit, πρός τι, Plat. Parm..164 a; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροιότης: -ητος, ἡ, διαφορὰ κατὰ τὸ εἶδος, Πλάτ. Παρμ. 160D, 164Α.

Greek Monolingual

ἑτεροιότης, ἡ (Α)
ετεροίος
η διαφορά είδους.