ετεροπροσωπία
Greek Monolingual
η ετεροπρόσωπος
το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο του απαρεμφάτου ή της μετοχής είναι διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος στο οποίο αναφέρεται.
η ετεροπρόσωπος
το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο του απαρεμφάτου ή της μετοχής είναι διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος στο οποίο αναφέρεται.