ετεροπροσωπία

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η ετεροπρόσωπος
το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο του απαρεμφάτου ή της μετοχής είναι διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος στο οποίο αναφέρεται.