ετεροπρόσωπος

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτεροπρόσωπος, -ον)
αυτός που συντάσσεται κατά το φαινόμενο της ετεροπροσωπίας
αρχ.
φρ. «σχῆμα ἑτεροπρόσωπον» — όταν εκφράζεται κάποιος χρησιμοποιώντας αυτολεξεί φράσεις άλλου.
επίρρ...
ετεροπροσώπως και ετεροπρόσωπα (ΑΜ ἐτεροπροσώπως)
κατά το φαινόμενο της ετεροπροσωπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πρόσωπο].