εὐαί
English (LSJ)
(εὐαἵ Hdn.Gr.1.503), a cry of joy
A like εὐοῖ, Ar.Lys.1294 (lyr.), etc.; εὐαὶ σαβαῖ Eup.84.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαί: κραυγὴ χαρᾶς, ὡς τὸ εὐοῖ, Ἀριστοφ. Λυσ. 1294, κτλ.· εὐαί, σαβαῖ Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 10.
French (Bailly abrégé)
ou εὐαἵ;
interj.
cri de joie.
Étymologie: cf. εὐοῖ.
Greek Monolingual
εὐαί και εὐαῑ (Α)
επιφώνημα χαράς τών ακολούθων του Βάκχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευοί].