επιφώνημα

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐπιφώνημα) επιφωνώ
γραμμ. άκλιτες, μονοσύλλαβες κυρίως λέξεις που εκφράζουν συναισθήματα φόβου, θαυμασμού, χαράς, λύπης, έκπληξης κ.λπ. και αποτελούν ένα από τα δέκα μέρη του λόγου
μσν.
1. επιγραφή
2. (βυζ. μουσ.) σύντομη μελωδία που ψάλλεται στους ειρμούς μετά το τέλος τών ψαλλόμενων κρατημάτων
αρχ.
1. (ρητορ.) ζωηρή καταληκτική φράση που περιέχει το συμπέρασμα ή την ηθική εφαρμογή ή γίνεται απλώς για καλλωπισμό του λόγου
2. αστείος λόγος, φράση («Ἡγησίας ὁ Μάγνης ἐπιπεφώνηκεν ἐπιφώνημα κατασβέσαι τὴν πυρκαϊάν ἐκείνην ὑπὸ ψυχρίας δυνάμενον», Πλούτ.)
3. μουσ. επωδός.