ον, Ep. for ἔμπλεος.
[Seite 845] ep. = ἔμπλεος, w. m. s.
ἐνίπλειος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ ἔμπλεος.
épq. c. ἔμπλεος.
see ἔμπλειος.
ἐνίπλειος, -ον και ἐνίπλειος, -η, -ονεπικ. τ. τοὺ ἔμπλεος, έμπλεως.