ἔμπλειος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
v. ἔμπλεος.
Spanish (DGE)
v. ἔμπλεως.
German (Pape)
[Seite 814] poet. = ἔμπλεος, Od. 18, 118 u. öfter, wie Theocr. 25, 207; auch ἐνίπλειος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἔμπλεος.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπλειος: Hom. = ἔμπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλειος: -η, -ον, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἔμπλεος.
English (Autenrieth)
and ἐνί-πλειος: filled with, full. (Od.)
Greek Monolingual
-η, -ο
βλ. έμπλεος.
Greek Monotonic
ἔμπλειος: -η, -ον, Επικ. αντί ἔμπλεος.