ἐπίσιστον

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

τό,

   A a cry to urge on dogs, AB252, EM363.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσιστον: τό, «τὸ συρίζοντας ἐποτρύνειν καὶ ἐπισπέρχειν τοὺς κύνας ἐπὶ τὰ ἔργα ἐν τοῖς κυνηγεσίοις ἐπίσιστον καλοῦσιν» Α. Β. 252. 23, Ε. Μ. 363. 54.

Greek Monolingual

ἐπίσιστον, τὸ επισίζω
προτροπή στο σκυλί να τρέξει ή να επιτεθεί.