σκυλί

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

το / σκυλίν, ΝΜ, και παλ. τ. σκυλλί Ν σκύλος
σκύλος
νεοελλ.
1. υβριστική προσωνυμία βαρβάρων και μη χριστιανών («την άγια Τράπεζά μας μη μάς τήν πάρουν τα σκυλιά και μάς τή μαγαρίσουν», δημ. τραγούδι)
2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, ακούραστος, ακατάβλητοςείναι σκυλί στη δουλειά του»)
β) εξαγριωμένος, οργισμένος («έκανε σαν λυσσασμένο σκυλί»)
3. (ιδιωμ.) α) λαϊκός τραγουδιστής που ερμηνεύει τραγούδια χαμηλής ποιότητας
β) άτομο που συχνάζει σε νυχτερινά λαϊκά κέντρα διασκέδασης με μουσική κατώτερης ποιότητας
4. φρ. α) «κακό σκυλί» — άνθρωπος σκληρός άκαμπτος
β) «τον σκότωσαν [ή πήγε] σαν το σκυλί στο αμπέλι» — τον σκότωσαν ή δολοφονήθηκε χωρίς να γίνει γνωστός ο φονιάς και οι συνθήκες του φόνου
γ) «ψόφησε [ή πέθανε] σαν το σκυλί» — πέθανε σε άθλιες συνθήκες, χωρίς να έχει καμιά περίθαλψη
δ) «δουλεύει σαν το σκυλί» — εργάζεται ακούραστα και αγόγγυστα
ε) «είναι σκυλί μοναχό» — είναι ικανότατος και ακούραστος
στ) «δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του» — λέγεται για μεγάλη αταξία και ακαταστασία
ζ) «μέ έκανε σκυλί» — μέ εξαγρίωσε
η) «είναι σκυλί εναντίον μου» — είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου
β) «τον πέρασε από του σκυλιού το άντερο» — τον έβρισε με χυδαίο τρόπο, τον εξευτέλισε
1) «τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» — λέγεται για να δηλώσει παλαιότερα ευτυχισμένα χρόνια μεγάλης ευημερίας
5. παροιμ. «(το) κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» — οι κακοί άνθρωποι είναι μεγάλης αντοχής και μακροβιότητας.