αδικοθάνατος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα
2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο- + θάνατος.
ΠΑΡ. αδικοθανατίζω].
-η, -ο
1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα
2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο- + θάνατος.
ΠΑΡ. αδικοθανατίζω].