αδικοθανατίζω
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Greek Monolingual
αδικοθάνατος
1. αδικοθανατεύω
2. καταριέμαι κάποιον να πεθάνει άδικα ή προκαλώ σ’ αυτόν άδικο θάνατο.