αδιαφώτιστος
Greek Monolingual
-η, -ο διαφωτίζω
1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος
2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε.
-η, -ο διαφωτίζω
1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος
2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε.