αδιαφώτιστος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο διαφωτίζω
1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος
2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε.