αεροσυμπιεστήρας

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Μηχανολ.)
μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη συμπίεση διαφόρων αερίων, κυρίως όμως για την παροχή πεπιεσμένου αέρα.