εὐρύπορος, -ον (ΑΜ)(για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + πόρος.