εὐκύλικος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, (κύλιξ)

   A suited to the wine-cup, λαλιή AP7.440.8 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκύλῐκος: -η, -ον, (κύλιξ) ἁρμόζων καλῶς εἰς τὴν κύλικα, εὐκυλίκην λαλιὴν Ἀνθ. Π. 7. 440.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui convient à un festin.
Étymologie: εὖ, κύλιξ.

Greek Monolingual

εὐκύλικος, -ίκη, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει καλά στην κύλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυλικος (< κύλιξ, -ικος)].