-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»).
επίρρ...
ευφωνικώς και -ά
με ευφωνία, χάριν ευφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ. Παπανικολάου].